θαμνοφάγα

θαμνοφάγα
θαμνοφάγος
eating shrubs
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαμνοφάγος — θαμνοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει θάμνους («θαμνοφάγα ζῷα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φαγος < θ. φαγ (πρβλ. έφαγον) τού εσθίω*] …   Dictionary of Greek

  • ποηφάγος — και ποιοφάγος και ποοφάγος και ποιηφάγος, ον, Α (για ζώα) αυτός που τρώει χλόη («τῶν ζῴων τὰ μὲν ἐστι ποηφάγα, τὰ δὲ θαμνοφάγα», Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ / ποίᾱ + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”